hóspeda - ορισμός. Τι είναι το hóspeda
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι hóspeda - ορισμός


hosped-      
el.comp. antepositivo, do lat. hospes,ìtis 'aquele que recebe o estrangeiro ( hostis ); aquele que é recebido', pelo vulg. - ver hospit- ; ocorre em voc. introduzidos na língua desde as orig., como desospedado ; hóspeda , hospedádigo , hospedado , hospedador , hospedagem , hospedal , hospedamento , hospedança , hospedar , hospedaria , hospedável , hóspede , hospedeira , hospedeiro , hospedoso ; inospedeiro ; ver tb.
host-
hóspeda      
sf (lat hospita)
1 Mulher que dá pousada; hospedeira.
2 Mulher que recebe hospedagem.
hóspede         
ORGANISMO QUE ABRIGA OUTRO EM SEU INTERIOR OU O CARREGA SOBRE SI
Hospedeiro intermediário; Hóspede; Planta hospedeira; Plantas hospedeiras
sm (lat hospite)
1 Pessoa que se recebe geralmente mediante pagamento em hospedaria ou casa particular.
2 Parasito em relação ao organismo que o hospeda.
3 Pessoa que vive durante algum tempo em casa alheia.
4 Pessoa de fora.
5 Peregrino, estrangeiro
adj
1 Alheio, estranho.
2 Ignorante de alguma coisa: Está hóspede nesta matéria.